Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας αφού ο αριθμός των διαβητικών ασθενών αυξάνεται συνεχώς. Στην Ελλάδα, το 7.7-19.5% του πληθυσμού ηλικίας >50 ετών πάσχει από σακχαρώδη διαβήτη, ενώ υψηλό είναι και το ποσοστό των αδιάγνωστων περιπτώσεων. Μάλιστα υπολογίζεται πως στο 30% των ασθενών η διάγνωση γίνεται τυχαία στα πλαίσια άλλου ελέγχου ή λόγω εμφάνισης κάποιας επιπλοκής.
Η σχέση περιοδοντίτιδας κ σακχαρώδη διαβήτη έχει μελετηθεί εκτενώς, ήδη από τη δεκαετία του 1960, και σήμερα πλέον μπορούμε και μιλάμε για μια αμφίδρομη σχέση. Η περιοδοντίτιδα κατατάσσεται ως η 6η κατά σειρά επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη και μάλιστα η συχνότητα εμφάνισης, η βαρύτητα και ο ρυθμός εξέλιξής της είναι μεγαλύτερα στους διαβητικούς. Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος ανάπτυξης περιοδοντίτιδας είναι περίπου 3 φορές υψηλότερος στους διαβητικούς, ενώ η καταστροφή των περιοδοντικών ιστών αρχίζει πολύ νωρίτερα. Σημαντικός είναι και ο γλυκαιμικός έλεγχος του ασθενή, γιατί τα επίπεδα ελέγχου του σακχαρώδη διαβήτη επηρεάζουν την ανάπτυξη, εξέλιξη και θεραπεία της περιοδοντίτιδας, με την έννοια ότι όσο χειρότερος είναι ο γλυκαιμικός έλεγχος, τόσο μεγαλύτερη είναι η περιοδοντική καταστροφή, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι οι καλά ρυθμισμένοι διαβητικοί ανταποκρίνονται στην περιοδοντική θεραπεία όπως και οι μη διαβητικοί.
Από την άλλη, και η περιοδοντική νόσος επηρεάζει τη βαρύτητα του σακχαρώδη διαβήτη και δυσχεραίνει το γλυκαιμικό έλεγχο. Οι διαβητικοί ασθενείς με γενικευμένη προχωρημένη περιοδοντίτιδα εμφανίζουν φτωχότερο γλυκαιμικό έλεγχο και μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές. Επίσης έχει παρατηρηθεί μικρή βελτίωση των επιπέδων του γλυκαιμικού ελέγχου μετά από συντηρητική περιοδοντική θεραπεία.